του Άκη Γαβριηλίδη
Στις 23 Μαρτίου, στον Πειραιά, ο εφοπλιστής Βαγγέλης Μαρινάκης τέλεσε τα αποκαλυπτήρια προτομής του Νικήτα Σταματελόπουλου, η οποία αποτελεί χορηγία του Βαγγέλη Μαρινάκη στη μνήμη του πατέρα του, του εφοπλιστή Μιλτιάδη Μαρινάκη. Στην τελετή αυτή ο ιδιοκτήτης του Ολυμπιακού εξεφώνησε λόγο, το κείμενο του οποίου είχε την καλοσύνη να παραθέσει αυτούσιο ένα ειδησεογραφικό σάιτ ιδιοκτησίας του εφοπλιστή Βαγγέλη Μαρινάκη.
Στο σύντομο εισαγωγικό που προτάσσεται, το σάιτ μάς ενημερώνει ότι
με την έκφραση ενός αγνού πατριωτισμού, εκατοντάδες πολίτες τίμησαν τον ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, Νικήτα Σταματελόπουλο, γνωστό και ως Νικηταρά Τουρκοφάγο (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Ο συντάκτης δεν συνειδητοποιεί καν –εκτός αν το συνειδητοποιεί και το κάνει επίτηδες, υπονομευτικά- πόσο γελοίο και αντιφατικό είναι να χαρακτηρίζει «αγνό πατριωτισμό» την απόδοση τιμών σε έναν «Τουρκοφάγο». Σύμφωνα με το γνωστό ποιηματάκι που προβάλλουν ως γραμμή άμυνας όλοι οι εθνικιστές όταν τους πεις εθνικιστές, «δεν είναι εθνικισμός να αγαπάς το έθνος σου χωρίς να μισείς τα άλλα έθνη». Από κάτι τέτοιες γλωσσικές χρήσεις, γίνεται αντιληπτό ότι αυτό είναι μια κυνική πρόφαση που οι ενδιαφερόμενοι την επιστρατεύουν εργαλειακά, μόνο με τα χείλη, χωρίς να μπαίνει στο μυαλό τους.
Τόσο μάλλον που, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τη φωτογραφία, στην ίδια την προτομή δεν αναγράφεται καμία μνεία στις διατροφικές συνήθειες του Σταματελόπουλου· τον όρο αυτό τον πρόσθεσαν οι συντάκτες της είδησης. Σε αυτό, άλλωστε, ακολούθησαν τη γραμμή του εργοδότη τους, ο οποίος στο λόγο του συμπεριέλαβε τα εξής συγκινητικά:
Αναπολώντας τη ζωή του Νικηταρά θα ήθελα να σταθώ σε δύο σημεία: την προσωνυμία του ως «τουρκοφάγος» αλλά και τα χρόνια της ζωής του εδώ στον Πειραιά. Ο Νικηταράς υπήρξε Τουρκοφάγος για να υπερασπιστεί την πατρίδα του από την λαίλαπα της καταστροφής και της υποδούλωσης. Όπως όλοι οι ήρωες της ελληνικής επανάστασης, ήταν ένας άνθρωπος με ευαισθησίες και βάθος ψυχής …
Το να αποδίδονται «ευαισθησίες και βάθος ψυχής» ειδικά σε σύνδεση με ένα προσωνύμιο που δηλώνει ότι ο ενδιαφερόμενος έτρωγε ανθρώπους, βρίσκεται επίσης στα όρια της αυτοπαρωδίας. Ωστόσο, το πράγμα γίνεται λιγότερο κωμικό εάν αναλογιστεί κανείς ότι αυτές οι επίμονες, εκτός κειμένου υμνητικές αναφορές στην τουρκοφαγία γίνονται μόλις λίγες μέρες μετά το τρομοκρατικό επεισόδιο στο Κράισττσερτς της Νέας Ζηλανδίας. Στο οποίο, όπως γράφτηκε εκτενώς και στον ελληνικό τύπο, ο ακροδεξιός δράστης υπερήφανα απένειμε αυτόν ακριβώς το χαρακτηρισμό στον εαυτό του, στο ίδιο το φονικό του όπλο με το οποίο δολοφόνησε μερικές δεκάδες αθώους και ασχέτους ανθρώπους απλώς επειδή ήταν «Τούρκοι», με σκοπό και αυτός να «υπερασπιστεί την πατρίδα του από την λαίλαπα της καταστροφής και της υποδούλωσης». Τον όρο αυτό τον χρησιμοποίησε στην ελληνική του εκδοχή, απλώς γραμμένο με λατινικά στοιχεία, μολονότι δεν είχε καμία ελληνική καταγωγή ούτε γνώση της γλώσσας.
Δεν αποκλείω η επιλογή αυτή του Μαρινάκη και των παρατρεχάμενών του να αποτελεί συνειδητό κλείσιμο του ματιού στη Χρυσαυγίτικη εκλογική πελατεία ενόψει και των επικείμενων δημοτικών εκλογών στον Πειραιά, και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην καλύτερη περίπτωση, αποτελεί επίδειξη πρωτοφανούς παχυδερμισμού και αναισθησίας.
Η πρώτη ερμηνεία, πάντως, ενισχύεται από το γεγονός ότι η ομιλία εμφανώς επιχειρεί να αρθρώσει μία μεγάλη αφήγηση για το παρελθόν και το μέλλον του Πειραιά. Η αφήγηση αυτή προφανώς αντλεί στοιχεία που είναι διάσπαρτα στον «αέρα που αναπνέουμε» όσοι έχουμε περάσει από την ελληνική εκπαίδευση, από την εικόνα του παρελθόντος που διακινείται στη σχολική και την δημόσια ιστορία, και τα συνδυάζει με μικρότερη ή μεγαλύτερη επινοητικότητα.
Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι από την αφήγηση αυτή ο ομιλητής συνάγει ένα τυπικά πρωτοφασιστικό πολιτικό συμπέρασμα: οι πολιτικοί (οι «Κωλέττηδες») είναι προδότες και τα πιάνουν, υποτάσσονται στους «ξένους» και δημιουργούν «νοσηρή ατμόσφαιρα», απέναντι στην οποία μόνοι άξιοι είναι οι δυναμικοί άντρες, (όχι φυσικά οι γυναίκες ή οι αδερφές), πολεμιστές αλλά και γενναιόδωροι αυτοδημιούργητοι επιχειρηματίες, που αγαπάνε τον τόπο, δεν κωλώνουν και δεν υποτάσσονται σε «κρατισμούς», ιεραρχίες και λοιπές ανώφελες τυπολατρίες.
Ο λόγος αυτός δηλαδή επιχειρεί τυπικά να κωδικοποιήσει τις παραδοσιακές συντηρητικές αξίες ως αμφισβητησιακές, και να εμφανίσει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, το ματσισμό, το μίσος και τη σφαγή των αλλοφύλων ως κίνημα, ως ρηξικέλευθη ανατροπή ενός φαύλου κατεστημένου.
Αυτός ο ιδιόμορφος συνδυασμός συντηρητισμού και ριζοσπαστισμού, τοπικισμού και παγκοσμιότητας, εδαφικοποίησης και απεδαφικοποίησης, φαίνεται να είναι το ισχυρό σημείο του ακροδεξιού λόγου σήμερα και η αιτία της απήχησής του. Ίσως όμως μπορεί να αποδειχθεί και η αχίλλειος πτέρνα του, το σημείο από το οποίο μπορεί να αρχίσει μία αποδόμηση και αχρήστευση αυτού του λόγου, εάν καταφέρουν να το διαβάσουν και να το αξιοποιήσουν ορθά οι αντίπαλοί του.