του Άκη Γαβριηλίδη
Βεβαίως, ένας γλωσσολόγος που εκπορνεύει την επιστήμη του (ή μάλλον, τους τίτλους του) δεν έχει σχέση με «Γράμματα», λέξεις και λεξικά. Ή, ακόμα χειρότερα: αυτήν που έχει, είναι πρόθυμος να την θυσιάσει για να κερδίσει λίγη δόξα και χειροκρότημα από το μαύρο μέτωπο του δεξιού λαϊκισμού και του κοινωνικού ρατσισμού της «αριστείας».
Γι’ αυτό και ο κ. Μπαμπινιώτης, μετά από τις λαθροχειρίες που επιχείρησε γύρω από το θέμα της «ανύπαρκτης» μακεδονικής γλώσσας και των δικών του παλινωδιών στο θέμα αυτό, σκέφτηκε να μπει κι αυτός στο χορό των αυτοδιορισμένων «αρίστων» οι οποίοι κουνάνε το δάχτυλο στους άλλους για άγνοια της γλώσσας, (ου μην αλλά και για αδιαφορία απέναντι σε «καίρια στοιχεία τής ύπαρξης και τής ταυτότητάς μας»), για να αποδειχθεί τελικά ότι άγνοια έχουν αυτοί.
Ο Μπαμπινιώτης λοιπόν αποφασίζει να κάνει τη χάρη στο κοινό του και να εγκύψει στο ερώτημα που του απηύθυναν «Σοβαροί, εγγράμματοι δημοσιογράφοι, επιστήμονες, εκπαιδευτικοί, ακροατές», εν μέσω καγχασμών («Και χα, χα, χα ….» –sic): Τι είναι αυτό το «απεύθυνση» κ. Μπαμπινιώτη; Υπάρχει τέτοια λέξη;
Ο εθνικός μας (τους) γλωσσολόγος δεν μπορεί βέβαια να παραστήσει ότι δεν υπάρχει. Ασφαλώς γνωρίζει ότι υπάρχει. Από την άλλη όμως, δεν θέλει να χάσει αυτή τη χρυσή ευκαιρία να βγάλει τη μνησικακία του απέναντι στην «στο λεξιλόγιο τής αριστερής διανόησης με την τάση της προς νεολογισμούς και καινολεξίες (που ενίοτε καταλήγουν σε κενολεξίες)» και να στηλιτεύσει την αμάθεια του αγράμματου πρωθυπουργού. Μέσα από διάφορα ήξεις-αφήξεις, λοιπόν, παραδέχεται ότι τέτοια λέξη όντως υπάρχει, και μάλιστα ότι «εμφανίζεται σε αναζητήσεις στο Google με κάποιες χιλιάδες». Και τι μ’ αυτό, όμως; Αποφαίνεται ότι οι εμφανίσεις αυτές «δεν δεσμεύουν τον λεξικογράφο, όταν δεν εκτιμά τη χρήση του ως ευρεία και όταν μάλιστα (όπως αποδείχθηκε στην πράξη) τόσοι έγκυροι ομιλητές τής γλώσσας αντιδρούν αυθόρμητα με αρνητικό τρόπο, εκπλήσσονται και σατιρίζουν ακόμη μια τέτοια χρήση».
Εμείς οι έγκυροι, απαντά λοιπόν ο αδέσμευτος λεξικογράφος, αρνούμαστε να δώσουμε διαβατήριο στους άκυρους, τους χυδαίους, τους αμαθείς, (και επιπλέον αριστερούς), ώστε να μολύνουν την ανώτερη γλώσσα μας.
Δεν έχω πρόθεση να αμφισβητήσω ότι π.χ. ο κ. Πρετεντέρης και οι λοιποί αυθόρμητα σατιρίζοντες συνομιλητές τού κ. Μπαμπινιώτη είναι έγκυροι ομιλητές της ελληνικής γλώσσας. Αντιστοίχως όμως αναμένω απ’ αυτόν να δεχτεί ότι τουλάχιστον εξίσου έγκυροι ομιλητές –και γραφείς- της ελληνικής γλώσσας είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι υπηρεσίες της, μεταξύ άλλων οι μεταφραστικές. Αν μη τι άλλο, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αρμόδια να εκδίδει αποφάσεις και άλλες πράξεις που δεσμεύουν νομικά το ελληνικό κράτος και τους πολίτες του –μια αρμοδιότητα που οι «άριστοι» δεν διαθέτουν προς το παρόν, τουλάχιστον τυπικά. Στα κείμενα λοιπόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η λέξη απεύθυνση απαντά ήδη πλειστάκις, όπως αποδεικνύεται από τον παρακάτω ενδεικτικό πίνακα, και μάλιστα καλύπτει ένα αρκετά ευρύ φάσμα νοήματος, εφόσον αποδίδει περισσότερες από μία ξένες λέξεις.
Μπορεί βέβαια αυτή η χρήση να εντάσσεται στην προσπάθεια των Ευρωπαίων να ευνοήσουν τον Τσίπρα που ξεπούλησε τη Μακεδονία, ποιος ξέρει.
Πάντως η λέξη απεύθυνση είναι πολύ πιο υπαρκτή και εν χρήσει απ’ ό,τι π.χ. η λέξη απευθυσμένον (έντερο), την οποία δύο φορές αναφέρει ο Μπαμπινιώτης με εμφανή σκανδαλιστική διάθεση, προφανώς πιστεύοντας ότι κάνει κάποιο τρομερό καλαμπούρι και γελοιοποιεί τον αντίπαλό του. Σε μένα τουλάχιστον, η πρώτη λέξη είναι πολύ περισσότερο οικεία από τη δεύτερη, που μου είναι ουσιαστικά άγνωστη· όταν ακούω –ή διαβάζω- «απεύθυνση», σκέφτομαι απλώς «απεύθυνση», και όχι τα έντερα. Σημειώνω δε ότι είμαι γεννημένος το 64, οπότε, αν και νεότερος ηλικιακά του Μπαμπινιώτη, είμαι πάντως ήδη πρεσβύτερος σε σχέση με την πλειονότητα των χρηστών της ελληνικής, για τους οποίους η αντίστοιχη εξοικείωση με την καθεμιά από αυτές τις λέξεις θα είναι ακόμα πιο άνιση υπέρ της πρώτης.
Θα συνιστούσα λοιπόν στον κ. Μπαμπινιώτη, αφενός να έχει περισσότερο ανοιχτά τα αυτιά του στις τρέχουσες χρήσεις της γλώσσας και να είναι λιγότερο συντηρητικός ως λεξικογράφος· αφετέρου, δε, να μην βιάζεται να χλευάσει τέτοιες χρήσεις, διότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο χλευασμός μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ.